πυράμη

From LSJ
Revision as of 10:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → for no one loves the messenger who brings bad news

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠράμη Medium diacritics: πυράμη Low diacritics: πυράμη Capitals: ΠΥΡΑΜΗ
Transliteration A: pyrámē Transliteration B: pyramē Transliteration C: pyrami Beta Code: pura/mh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,= ἄμη, Sch.Ar.Pax 298 (pl.); =

   A vatillum, Gloss.; written πυράμμη, ib.

German (Pape)

[Seite 820] ἡ, = ἄμη, Feuereimer, Erkl. der Schol. Ar. Pax 299. 426, neugriechisch.

Greek (Liddell-Scott)

πῠράμη: [ῠ], ἡ, = ἄμη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 298.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πυράμμη Α
νεοελλ.
σκάφη τών σιδηρουργών μέσα στην οποία σβήνεται σε νερό ο πυρακτωμένος σίδηρος
αρχ.
σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἄμη «σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι»].