πύκνωσις
οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death
English (LSJ)
εως, ἡ,
A condensation, opp. μάνωσις, Arist.Ph.260b8; opp. ἀραίωσις, Epicur.Nat.14Fr.11, Plu.2.695b; π. ὑδατώδης, of the air, Arist.Mete.372b31; τὸ νέφος π. ἀέρος Id.Top.146b29; ἡ διὰ ψῦχος π. S.E.P.1.238. II (from πυκνόομαι) condensed matter, Arist.Mete.344a16, Plu.2.721a(pl.). 2 frequency of the pulse, Marcellin.Puls.228. III in Tactics, close order, κατὰ τὰς ἐναγωνίους π. Plb.18.29.2; τῶν σαρισῶν Id.18.30.3, cf. Onos.10.2 (pl.); esp. of the phalanx, Ascl.Tact.4.1,3, Ael.Tact.11.3, Arr.Tact. 11.3. IV Rhet., aggregation, τῶν ἐκλελεγμένων Longin.10.1.
German (Pape)
[Seite 816] ἡ, das Dicht- oder Festmachen, Plut. Brut. 25; bes. in der Schlachtordnung, die Glieder, Pol. 18, 12, 2. – Auch = πυκνότης, Arist. meteor. 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
πύκνωσις: ἡ, (πυκνόω) ὡς καὶ νῦν, συμπύκνωσις, ἀντίθετον τῷ μάνωσις Ἀριστ. Φυσ. 8. 7, 5· τῷ ἀραίωσις, Πλούταρχ. 2· 695Β· π. ὑδατώδης, ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 3· τὸ νέφος π. ἀέρος ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 6. 8, 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ πυκνόομαι) ὕλη συμπεπυκνωμένη, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 7, 4, Πλούτ. 2. 721Α· συμπεπυκνωμένη παράταξις, κατὰ τὰς ἐναγωνίους π. Πολύβ. 18. 12, 2· τῶν σαρισσῶν 18. 13, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d’épaissir ou de rendre compact, condensation;
2 matière condensée, masse compacte.
Étymologie: πυκνόω.
Russian (Dvoretsky)
πύκνωσις: εως ἡ
1) сгущение, уплотнение (ἀέρος Arst.);
2) сгущенность, уплотненность Arst.;
3) плотная масса, сомкнутые ряды (τῶν σαρισσῶν Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πύκνωσις -εως, ἡ [πυκνόω] condensatie.