ἀναγαργάρισμα
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
ατος, τό,
A gargle, Dsc.1.128, Archig. ap. Orib.8.1.39.
German (Pape)
[Seite 182] τό, Mittel zum Gurgeln, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγαργάρισμα: -ατος, τό, γαργάρα, Ἰατρ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
gárgaras Dsc.1.128, Archig. en Gal.12.976, en Orib.8.1.39.
Greek Monolingual
το (Α ἀναγαργάρισμα) ἀναγαργαρίζω
φάρμακο κατάλληλο για γαργάρα, και η ίδια η γαργάρα.