ἐπιδημητικός

From LSJ
Revision as of 15:21, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδημητικός Medium diacritics: ἐπιδημητικός Low diacritics: επιδημητικός Capitals: ΕΠΙΔΗΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epidēmētikós Transliteration B: epidēmētikos Transliteration C: epidimitikos Beta Code: e)pidhmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A staying at home, non-migratory, ζῷα, opp. ἐκτοπιστικά, Arist. HA488a13.    II. ἐπιδημητικά, τά, expenses of a governor's visit, Cod.Just.12.40.12.

German (Pape)

[Seite 937] ή, όν, zu Hause bleibend, ζῷα, im Ggstz von ἐκτοπιστικά, Arist. H. A. 1, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιδημητικός, -ή, -όν) επιδημώ
(για ζώα και κυρίως πτηνά) αυτός που διαμένει συνεχώς σε μια χώρα (στα ορεινά το καλοκαίρι, στα πεδινά τον χειμώνα) σε αντίθεση με τον αποδημητικό.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδημητικός: остающийся на месте, оседлый (ζῷα Arst.).