διέραμα
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
ατος, τό,
A funnel, strainer, Plu.2.1088e. II hopper for lading corn in bulk, PThead.26, 27 (pl., iii A. D.): hence, διερ-ᾱμᾰτίτης, ου, ὁ, contractor for use of διέραμα 11, POxy.1197.4 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 620] τό, Trichter zum Durchgießen, οἶνον διαχέειν Plut. adv. Epic. 4.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
filtre.
Étymologie: διεράω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. διάραμα PBremen 48.28 (II d.C.), PMil.Vogl.189.6 (III d.C.), διαίρεμα PSakaon 11.13, 82.13 (ambos III d.C.), διαίραμα PStras.519.2 (III/IV d.C.)
1 colador, tamiz διεράματι τοῦ σώματος χρῆσθαι τῇ ψυχῇ Plu.2.1088e, cf. 1073d.
2 en principio tal vez tolva o rampa para el embarque esp. de áridos, pero gener. instalación portuaria consistente en barcazas que hacían el trasbordo del grano a otra gran nave de carga fondeada fuera de puerto ἀπὸ δ[ι] εραμάτων εἰς τοὺς ἐν Πτο(λημαΐδι) θησαυρούς SB 7515.496 (II d.C.), cf. POxy.3250.24 (I d.C.), PMil.Vogl.l.c., τὰ ναῦλα τῶν διεραμάτων las tasas portuarias sobre el uso de instalaciones, e.d. por el embarque de grano, BGU 2027.15 (III d.C.), PSakaon ll.cc., para otras cargas PBremen l.c., (pero prob. confundido con formas de διαίρω).
Greek Monolingual
διέραμα, το (Α)
1. στραγγιστήρι, σουρωτήρι
2. χοάνη που χρησιμοποιούσαν στο φόρτωμα σταριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διερώ (-άω) «στραγγίζω, φιλτράρω»].
Russian (Dvoretsky)
διέραμα: ατος τό воронка или фильтр: διεράματι χρῆσθαι Plut. процеживать.