προχύτης

From LSJ
Revision as of 23:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχύτης Medium diacritics: προχύτης Low diacritics: προχύτης Capitals: ΠΡΟΧΥΤΗΣ
Transliteration A: prochýtēs Transliteration B: prochytēs Transliteration C: prochytis Beta Code: proxu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,= πρόχοος,

   A jug, pitcher, Ion Lyr.2, Alexand.Com.4, Simaristus et Philet. ap. Ath.11.496c.

German (Pape)

[Seite 800] ὁ, = πρόχοος, Gießkanne; Eur. El. 803 I. A. 1472; ἡμῖν δὲ κρητῆρ' οἰνοχόοι θέραπες κιρνάντων προχύταισιν ἐν ἀργυρέοις, Ion bei Ath. XI, 463 b, wo früher προχόαις stand; Ath. XI c. 94 sagt προχύτης εἶδος ἐκπώματος; u. nach Philetas ἀγγεῖον ξύλινον, ἀφ' οὗ τοὺς ἀγροίκους πίνειν.

Greek (Liddell-Scott)

προχύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = πρόχοος, λάγηνος, «κανάτι», Ἴων (Ἀποσπ. 2. 3) παρ’ Ἀθην. 463Β. πρβλ. 469C· μάλιστα ὑδρία ἐξ ἧς ἔχυνον ἁγνιστικὰς σπονδάς, Εὐρ. Ι. Α. 955. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
urne pour libations.
Étymologie: προχέω.

Greek Monolingual

ὁ, Α προχέω
η πρόχους.

Greek Monotonic

προχύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = πρόχοος, αγγείο για σπονδές, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προχύτης: ου (ῠ) ὁ урна для возлияний Eur.

Middle Liddell

προ-χύ˘της, ου, ὁ, = πρόχοος
an urn for libations, Eur.