σαλευτός

From LSJ
Revision as of 23:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαλευτός Medium diacritics: σαλευτός Low diacritics: σαλευτός Capitals: ΣΑΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: saleutós Transliteration B: saleutos Transliteration C: saleftos Beta Code: saleuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A tottering, unsteady, AP5.174 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 859] bewegt, erschüttert, geschwenkt, schwankend, γυῖα σαλευτὰ ὑπ' ἀκρήτου φορεῖς, Mel. 60 (V, 175).

Greek (Liddell-Scott)

σᾰλευτός: -ή, -όν, ὁ ἄνω καὶ κάτω κινούμενος, σαλευόμενος, Ἀνθ. Π. 5. 175.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σαλεύω
αυτός που κινείται πάνω κάτω, αυτός που σαλεύει.

Russian (Dvoretsky)

σᾰλευτός: [adj. verb. к σαλεύω качающийся, шатающийся (γυῖα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαλευτός -ή -όν [σαλεύω] wankelend.