ἀπεκλύω
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
A relax, weaken, Alex.Aphr.Fr.1.120 (dub.).
German (Pape)
[Seite 285] auflösen; schwächen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεκλύω: χαλαρώνω, ἐξαδυνατίζω, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 120, ἀμφ.
Spanish (DGE)
1 aflojar ἀπεκλύει τὸν τόνον Alex.Aphr.Pr.1.120.
2 borrar, absolver τὰ πλημμελήματα Chrys.M.48.596.