ἀχρώματος

From LSJ
Revision as of 09:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχρώμᾰτος Medium diacritics: ἀχρώματος Low diacritics: αχρώματος Capitals: ΑΧΡΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: achrṓmatos Transliteration B: achrōmatos Transliteration C: achromatos Beta Code: a)xrw/matos

English (LSJ)

ον,

   A colourless, Pl.Phdr.247c, Plu.2.97b, etc.    2 unblushing, shameless, Suid. s.v. ἄχρωμος.

German (Pape)

[Seite 420] (χρῶμα), ohne Farbe, Plat. Phaedr. 247 c. Nach B. A. p. 475 = ἀναιδής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρώματος: -ον, ὁ στερούμενος χρώματος, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Πλούτ. 297Α. 2) ὁ μὴ ἐρυθριῶν, ἀναιδής, Α Β. 475, 9, Σουΐδ. ἐν λέξει ἄχρωμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans couleur.
Étymologie: ἀ, χρῶμα.

Spanish (DGE)

-ον
1 incoloro οὐσία Pl.Phdr.247c, Plu.2.97a, cf. Poll.5.169.
2 que no se ruboriza, desvergonzado Sud.s.u. ἄχρωμος.

Greek Monolingual

ἀχρώματος, -ον (Α)
1. ο χωρίς χρώμα, άχρωμος
2. όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αδιάντροπος.

Greek Monotonic

ἀχρώματος: -ον (χρῶμα), άχρωμος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀχρώμᾰτος: Plat., Plut. = ἀχρωμάτιστος.

Middle Liddell

χρῶμα
colourless, Plat.