συνεμφύω
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
English (LSJ)
in Pass.,
A grow together, unite, Gal.2.376, 18(2).977.
Greek (Liddell-Scott)
συνεμφύω: ἐμφυτεύω ὁμοῦ, αἱ... τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῦν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν Γαλην. τ. 4, σ. 76.
Greek Monolingual
Α
εμφυτεύω μαζί («τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῡν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐμφύω «φυτεύω μέσα σε κάτι»].
Greek Monolingual
Α
εμφυτεύω μαζί («τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῡν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐμφύω «φυτεύω μέσα σε κάτι»].