περιστέριον
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
τό, = foreg., Pherecr. 135, Phryn.Com.51, BGU1095.16 (i A.D.), etc. II vervain, Verbena officinalis, Dsc.4.59.
German (Pape)
[Seite 594] τό, dim. von περιστερά, Täubchen, junge oder kleine Taube, Anaxandrid. bei Ath. XIV, 654.
Greek (Liddell-Scott)
περιστέριον: ὑποκορ. τοῦ περιστερά, Φερεκρ. ἐν «Πετάλῃ» 2, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Τραγῳδοῖς» 4, κτλ.· ― ὡσαύτως περιστερίδιον, τό, Ἀθήν. 654Α· περιστερίς, -ίδος, ἡ, Γαλην. τ. 6, σ. 708, 2. ΙΙ. γυναικεῖον κόσμημα, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 319.