διάκοιλος
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
ον,
A quite hollow, D.S.17.115.
Greek (Liddell-Scott)
διάκοιλος: -ον, ὅλως κοῖλος, Διόδ. 17. 115.
Spanish (DGE)
-ον hueco Σειρῆνες ref. estatuas, D.S.17.115, καυλός Dsc.4.114.
Greek Monolingual
διάκοιλος, -ον (Α) κοίλος
εντελώς κούφιος.
Russian (Dvoretsky)
διάκοιλος: полый, пустотелый (sc. ἀνδριάντες Diod.).