δεσμοφυλακεία
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
ἡ,
A tax for maintenance of prisons, PFay.53.6; service as warder, PFlor. 253 (iii A. D.), al.
Greek Monolingual
δεσμοφυλακεία, η (Α)
1. φόρος για τη συντήρηση των δημόσιων φυλακών
2. η υπηρεσία του δεσμοφύλακα.