γαλακτίτης

From LSJ
Revision as of 16:02, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτίτης Medium diacritics: γαλακτίτης Low diacritics: γαλακτίτης Capitals: ΓΑΛΑΚΤΙΤΗΣ
Transliteration A: galaktítēs Transliteration B: galaktitēs Transliteration C: galaktitis Beta Code: galakti/ths

English (LSJ)

[ῑ] λίθος, stone

   A which makes water milky, Dsc.5.132.    II γαλακτίτης, = γαλακτίς 11, Gloss.

German (Pape)

[Seite 471] λίθος Orph. Lith. 2; Diosc. ein Stein, der angefeuchtet gerieben einen Milchsaft giebt, vgl. γαλαξίας.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτίτης: λίθος, ὁ, εἶδος λίθου, ὅστις ὑγρανθεὶς καὶ τριβόμενος παράγει χυμόν τινα γαλακτώδη, Διοσκ. 5. 150· ὡσαύτως γαλακτὶς πέτρα Ὀρφ. Λιθ. 2. 11· πρβλ. γαλαξίας ΙΙ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ I mineral.
1 galactita Dsc.5.132, Plin.HN 37.162, Solin.7.3, Veg.Mul.3.12.3, Cat.Cod.Astr.9(2).151, Orph.L.2 tít.
2 greda Plin.HN 37.162.
3 esmeralda de vetas blancas, Plin.HN 37.162.
II bot. lecherina, tésula redonda, Euphorbia peplus L. Gloss.3.564.

Greek Monolingual

ο (γαλακτίτης) γάλα
είδος λίθου που βγάζει γαλακτώδες υγρό όταν βραχεί
νεοελλ.
φυτό της οικογένειας τών συνθέτων που μοιάζει με το γαϊδουράγκαθο.