θεουργός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ὁ,
A divine worker, of the δημιουργός, Dam.Pr.341. II performer of sacramental rites, Jul.Or.5.173a, Procl.in Alc.p.150C., Iamb. Myst.3.18. III as Adj., ἡ θ. ἐνέργεια ib.20.
German (Pape)
[Seite 1198] göttliche Werke, Opfer verrichtend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θεουργός: -όν, ἐργαζόμενος τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ, σκεῦος θ., ἐπὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b. II. ὡς οὐσιαστ., ἱερεύς, Ἰάμβλ. Μυστ. 21, Πολυδ. Α΄, 14.
Greek Monolingual
-ό (AM θεουργός, -όν)
νεοελλ.
αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις
μσν.-αρχ.
αυτός που κάνει θεία έργα («ἡ θεουργός ἐνέργεια»)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο θεουργός
ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -εργος (< έργον), πρβλ. αγαθο-εργός, συν-εργός].