μονοκάλαμος
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον,
A with a single stalk or stem, Thphr.HP8.4.3, 8.9.2. II with a single reed or pipe, Ath.4.184a.
German (Pape)
[Seite 203] einhalmig, einstengelig, σῦριγξ, Ath. IV, 184 a, im Ggstz der πολυκάλαμος.
Greek (Liddell-Scott)
μονοκάλᾰμος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς καλάμου ἢ αὐλοῦ, Ἀθήν. 184Α.
Greek Monolingual
μονοκάλαμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ένα μόνο καυλό ή στέλεχος
2. αυτός που σύγκειται από ένα μόνο καλάμι («τὴν μονοκάλαμον σύριγγα Ἕρμῆν εὑρεῑν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κάλαμος].