μονογόνατος
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
ον,
A made from a single joint, of a reed-pen, Edict.Diocl.18.12.
Greek (Liddell-Scott)
μονογόνατος: ὁ κατεσκευασμένος ἐκ τεμαχίου καλάμου ἔχοντος μόνον ἓν γόνυ, ἐπὶ γραφικοῦ καλάμου, Hell. J. 11, σ. 303.
Greek Monolingual
μονογόνατος, -ον (Α)
(για τον κάλαμο που χρησιμοποιούνταν στη γραφή) αυτός που είναι κατασκευασμένος από τεμάχιο με ένα μόνο γόνατο, δηλ. έναν μόνο αρμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + γόνατον].