τύλων
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A one with a callous hide, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τύλων: -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων δέρμα τυλῶδες, πλῆρες τύλων, Γλωσσ.
French (Bailly abrégé)
3gén. pl. de τύλος.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
αυτός που έχει δέρμα γεμάτο τύλους, γεμάτο κάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + κατάλ. -ων, -ωνος (πρβλ. γάστρ-ων)].