ζήτρειον
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
or ζητρ-εῖον, τό,
A a place of punishment for slaves at Chios, Eup.19D., Theopomp.Com.63, cf. EM411.33, Eust.837.44: ζήτριον, prob. in Herod.5.32, cf. Choerob. ap. EM l.c.: metaph. in dat. pl. -ίοις, 'treadmills', dub. in Phld.Oec.p.44J.:—the forms ζώστειον, Ar.Fr.93; ζώντειον or ζητρ-εῖον, Poll.3.78, Zonar.; ζώτειον, EM414.40 are incorrect.
Greek (Liddell-Scott)
ζήτρειον: ἢ -εῖον, τό, τόπος ἔνθα ἐκολάζοντο οἱ δοῦλοι ἐν Χίῳ, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 46, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἴδε Ε. Μ. 411. 33, Εὐστ. 837. 44· γραφόμενον ζώστειον, ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 66b, ζώντειον ἢ -εῖον ἐν Πολυδ. Γ΄, 78, Ζωναρ.· ζώτειον ἐν Ε. Μ. 414. 40. - Ὁ ὀρθὸς τύπος φαίνεται ὅτι εἶναι ζητρ-, ἂν ὁ Ἡσύχ. ὀρθῶς ἀναφέρῃ τὸ ζητρὸς μετὰ τῆς ἑρμηνείας δήμιος.