τετράβραχυς

From LSJ
Revision as of 19:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰβρᾰχυς Medium diacritics: τετράβραχυς Low diacritics: τετράβραχυς Capitals: ΤΕΤΡΑΒΡΑΧΥΣ
Transliteration A: tetrábrachys Transliteration B: tetrabrachys Transliteration C: tetravrachys Beta Code: tetra/braxus

English (LSJ)

εος, ὁ, a metrical

   A foot consisting of four short syllables, = προκελευσματικός, Sch.Ar.Av.238.

German (Pape)

[Seite 1096] εος, ὁ, ein aus vier kurzen Sylben bestehender Versfuß, gewöhnlich προκελευσματικός, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

τετράβρᾰχυς: -εως, ὁ, μετρικὸς ποὺς συγκείμενος ἐκ τεσσάρων βραχειῶν συλλαβῶν, = προκελευσματικός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 237.

Greek Monolingual

-άχεος, ὁ, ΜΑ
μετρικός πους που αποτελείται από τέσσερεις βραχείες συλλαβές, αλλ. προκελευσματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + βραχύς.