φωταγωγία
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
ἡ,
A magical process of drawing down supernatural illumination, PMag.Par.1.955, Vett. Val.301.22 φωτᾰγωγ-ός, όν, enlightening, illuminating, of the sun, Mich. in EN554.29; bringing to light, ἀθεμίστων πραγμάτων PMag.Lond. 46.190. II ἡ φ. (sc. θυρίς) opening for light, window, Luc.Symp. 20, Dom.6.
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, das Vorleuchten, die Erleuchtung, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
φωτᾰγωγία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, φωτοχυσία, φωτισμός, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 624C, Ἐπιφάν. ΙΙ, 260C, Ψευδοδιονύσ. Ἀρεοπ. 425Α.
Spanish
proceso para obtener una luz sobrenatural, fórmula
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φωταγωγός
πλούσιος φωτισμός, φωταγώγηση, φωτοχυσία
(μσν.- αρχ.) διαφώτιση της ψυχής και του πνεύματος
αρχ.
(για αστέρα) καθοδήγηση με εκπομπή φωτός.