ἀπορραντήριον

From LSJ
Revision as of 20:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορραντήριον Medium diacritics: ἀπορραντήριον Low diacritics: απορραντήριον Capitals: ΑΠΟΡΡΑΝΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: aporrantḗrion Transliteration B: aporrantērion Transliteration C: aporrantirion Beta Code: a)porranth/rion

English (LSJ)

τό, (ἀπορραίνω)

   A a vessel for sprinkling with holy water, E.Ion435, IG1.143, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορραντήριον: τό, (ἀπορραίνω) ἀγγεῖον πρὸς ῥαντισμὸν ἡγιασμένου ὕδατος, Εὐρ. Ἴων 435, Συλλογ. Ἐπιγρ. 137, 10, 141.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase d’eau lustrale.
Étymologie: ἀπορραίνω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
aspersorio para el agua sagrada E.Io 435, ἀ. ἀργυρōν IG 13.317.5, 318.13, 319.19, 320.27 (V a.C.).

Greek Monolingual

ἀπορραντήριον, το (Α)
αγγείο που χρησιμοποιείται για ράντισμα με αγιασμένο νερό.

Greek Monotonic

ἀπορραντήριον: τό (ἀπορραίνω), αγγείο που χρησιμοποιείται για τον ραντισμό με αγιασμένο νερό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορραντήριον: τό культ. кропильница Eur.

Middle Liddell

ἀπορραίνω
a vessel for sprinkling with holy water, Eur.