καινουργής

From LSJ
Revision as of 21:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινουργής Medium diacritics: καινουργής Low diacritics: καινουργής Capitals: ΚΑΙΝΟΥΡΓΗΣ
Transliteration A: kainourgḗs Transliteration B: kainourgēs Transliteration C: kainourgis Beta Code: kainourgh/s

English (LSJ)

ές,

   A newly made, τρίποδες Sch.Il.9.122.

German (Pape)

[Seite 1295] ές, neu gemacht, Schol. Il. 9, 122, Erkl. von ἄπυροι τρίποδες.

Greek (Liddell-Scott)

καινουργής: -ές, καινούργιος, ἀμεταχείριστος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 122.

Greek Monolingual

-ές (Α καινουργής, -ές)
1. πρόσφατα κατασκευασμένος, αμεταχείριστος, καινούργιος
2. φρ. «από καινουργής» — εξ αρχής, εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινο-Fεργής με σίγηση του F και συναίρεση < καινός + -(F)εργής (< (F)ἔργον), πρβλ. αληθ-ουργής, νε-ουργής].