καινουργής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A newly made, τρίποδες Sch.Il.9.122.
German (Pape)
[Seite 1295] ές, neu gemacht, Schol. Il. 9, 122, Erkl. von ἄπυροι τρίποδες.
Greek (Liddell-Scott)
καινουργής: -ές, καινούργιος, ἀμεταχείριστος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 122.
Greek Monolingual
-ές (Α καινουργής, -ές)
1. πρόσφατα κατασκευασμένος, αμεταχείριστος, καινούργιος
2. φρ. «από καινουργής» — εξ αρχής, εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινο-Fεργής με σίγηση του F και συναίρεση < καινός + -(F)εργής (< (F)ἔργον), πρβλ. αληθ-ουργής, νε-ουργής].