κατάκρουσις
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
εως, ἡ,
A downward pressure, Arist.Pr.874b12, 963b9. II shock, λαμβάνειν κ. ἐκ πληγῆς Ph.Bel.80.6.
German (Pape)
[Seite 1357] ἡ, das Herab-, Zurückstoßen, der Stoß, Arist. Probl. 3, 25 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκρουσις: -εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ κάτω κροῦσις, ὤθησις ἰσχυρά, Ἀριστ. Προβλ. 3. 25, 1., 33. 17. ΙΙ. σεῖσις, τὸ σείεσθαι, Φίλων Βελοπ.
Greek Monolingual
κατάκρουσις, ἡ (Α)
κατακρούω
1. ώθηση από πάνω προς τα κάτω
2. το τίναγμα.
Russian (Dvoretsky)
κατάκρουσις: εως ἡ отталкивание, оттеснение или противодействие (ἡ ἄνωθεν κ. Arst.).