κατακολούω

From LSJ
Revision as of 21:18, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακολούω Medium diacritics: κατακολούω Low diacritics: κατακολούω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΛΟΥΩ
Transliteration A: katakoloúō Transliteration B: katakolouō Transliteration C: katakoloyo Beta Code: katakolou/w

English (LSJ)

   A cut short, Poll.8.154.

German (Pape)

[Seite 1355] verstärktes simplex, LXX; die Rede abbrechen, Poll. 8, 154.

Greek (Liddell-Scott)

κατακολούω: κατακολοβώνω, περικόπτω, Ἑβδ. (Ἱερ. Κ΄, 4), κ. τὸν λόγον, ὥσπερ τὸ κατακρούειν, καταθορυβεῖν ἐπὶ τοῦ διακόπτειν, Πολυδ. Η΄, 154.

Greek Monolingual

κατακολούω (Α)
περικόπτω, διακόπτω («κατακολούειν τον λόγον», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κολούω «κόβω»].