μεροποσπόρος
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
ον,
A begetting men, ὥρη Man.4.577.
German (Pape)
[Seite 135] ὥρη, Menschen säend, erzeugend, Maneth. 4, 577.
Greek (Liddell-Scott)
μεροποσπόρος: -ον, ὁ γεννῶν ἀνθρώπους, ὥρη Μανέθων 4. 577.
Greek Monolingual
μεροποσπόρος, -ον (Α)
αυτός που σπέρνει, που γεννά ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέροψ + -οπος «αυτός που έχει έναρθρη φωνή» + σπόρος (πρβλ. παιδο-σπόρος, πυρι-σπόρος)].