περιτροχάζω
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
A = περιτρέχω, Apollod.1.9.26; walk round, Hippiatr. 33.
Greek (Liddell-Scott)
περιτροχάζω: περιτρέχω, Ἀπολλόδ. 1. 9, 26· Παθ., Εὐστ. Πονημάτ. 75. 27.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(για ίππο) κινούμαι κυκλικά με τροχασμό, με διποδισμό
μσν.
μετακινούμαι στη γύρω περιοχή περπατώντας ήρεμα
αρχ.
περιτρέχω («περιτροχάζων τὴν νῆσον», Απολλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τροχάζω «τρέχω γρήγορα»].