προσσυλλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 09:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσσυλλαμβάνω Medium diacritics: προσσυλλαμβάνω Low diacritics: προσσυλλαμβάνω Capitals: ΠΡΟΣΣΥΛΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: prossyllambánō Transliteration B: prossyllambanō Transliteration C: prossyllamvano Beta Code: prossullamba/nw

English (LSJ)

   A join or add to, Porph.in Ptol.192:—Med., take part in besides, contribute to, προσξυνελάβοντο . . τῆς ὁρμῆς αἱ νῆες Th. 3.36 (v.l. -εβάλετο); help to confirm, λόγου D.C.43.47.

Greek Monolingual

Α
1. συνάπτω κάτι σε κάτι άλλο, προσθέτω
2. μέσ. προσσυλλαμβάνομαι
α) συμβάλλω, συντελώ σε κάτι επιπροσθέτως
β) συμβάλλω στη βεβαίωση («προσσυνελάβετο τοῦ λόγου τούτου», Δίων Κάσσ.).