καταφλυαρέω
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
A keep on chattering, τι Ps.-Luc.Philopatr.20, 25: c. gen., ὀνόματα ἅπερ Ἑλλάνικος καὶ Ἡρόδοτος -εφλυάρησαν ἡμῶν Str. 12.3.21, cf. D.L.5.20, Corp.Herm.1.29.
Greek (Liddell-Scott)
καταφλυᾱρέω: φλυαρῶ περὶ τινος, τι Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 20 καὶ 25· ἀλλά, κ. τινος, καταπληρῶ τινα φλυαριῶν, τὸν φορτώνω μὲ φλυαρίας, Στράβ. 550· τινὸς τι κ. Διογ. Λ. 5. 20.καταφοβέω, φοβῶ τινα πολὺ, τὸν ἐμβάλλω εἰς πολὺν φόβον, Θουκ. 7. 21, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 13. 5.- Μέσ., καταφοβοῦμαι, μεγάλως φοβοῦμαι, ὁ μέσ., -φοβήσομαι καὶ ὁ ἀόρ. -εφοβήθην, τι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1109· ἀπολ., καταφοβηθεὶς Θουκ. 6. 33.κατάφοβος, ον, πλήρης φόβου, πεφοβημένος, κ. ἦν κατεφοβεῖτο· μετ’ αἰτ., κ. ἦσαν τοὺς ἐλέφαντας Πολύβ. 1. 39, 12· τὸ μέλλον 3. 107, 15· κ. ἦν μή… ὁ αὐτ. 10. 7, 7· κ. γίνομαι Ἑβδ.· ἀπολ., Πλουτ. Δίων 4· κ. καὶ δύσελπις Πελοπ. 31.
Russian (Dvoretsky)
καταφλυᾱρέω: болтать (τι Luc.): καταφλυαρῆσαί τινος Diog. L. надоесть кому-л. своей болтовней.