νάγμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything piled up, as a stone wall, J.BJ1.21.7.
German (Pape)
[Seite 227] τό, das Aufgeschüttete u. Zusammengedrückte (s. νάσσω), bei Ios. eine steinerne Mauer.
Greek (Liddell-Scott)
νάγμα: τό, πᾶν τὸ πυκνῶς ἐστοιβασμένον, οἷον τοῖχος ἐκ λίθων, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 7.
Greek Monolingual
νάγμα, τὸ (Α)
(γενικά) καθετί που έχει στοιβαχθεί ή σωσσωρευθεί με πυκνό τρόπο
2. (ειδικά) πλατύ λίθινο τείχος προφυλάξεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναγ- (πρβλ. νέ-ναγ-μαι, παθ. παρακμ. του ρ. νάσσω «πιέζω, στοιβάζω») + κατάλ. -μα, πρβλ. μάγ-μα, τάγμα.