σκηπτροβάμων
From LSJ
Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut
English (LSJ)
[ᾱ], ον, gen. ονος,
A sitting on the sceptre, ὁ σ. αἰετός, κύων Διός S.Fr.884.
Greek Monolingual
και σκηπτοβάμων, -ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κάθεται πάνω σε σκήπτρο («ὁ σκηπτροβάμων αἰετός, κύων Διός», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆπτρον / σκῆπτον (βλ. λ. σκᾶπτον) + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων].
Russian (Dvoretsky)
σκηπτροβάμων: 2, gen. ονος Soph. v. l. = σκηπτοβάμων.