ἐλαιοστάφυλος

From LSJ
Revision as of 12:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιοστάφῠλος Medium diacritics: ἐλαιοστάφυλος Low diacritics: ελαιοστάφυλος Capitals: ΕΛΑΙΟΣΤΑΦΥΛΟΣ
Transliteration A: elaiostáphylos Transliteration B: elaiostaphylos Transliteration C: elaiostafylos Beta Code: e)laiosta/fulos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A vine grafted on an olive, Gp. 9.14 tit.

German (Pape)

[Seite 789] ὁ, ein auf einen Oelbaum gepflanzter Weinstock, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοστάφυλος: ὁ, ὁ καρπὸς ἐλαίας ἐγκεκεντρισμένης εἰς ἄμπελον, Γεωπ. 9. 14.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ bot. vid injertada de olivo planta libia cuyo fruto era llamado οὐβολίβα Gp.9.14 (tít.).

Greek Monolingual

ἐλαιοστάφυλος, ο (Α)
ο ελαιόκαρπος που παράγεται από βλαστό ελιάς εγκεντρισμένο, μπολιασμένο σε κλήμα («ἐὰν ἐλαίαν εἰς ἄμπελον ἐγκεντρίσῃ, οὐ βότρυας μόνον ἐκ ταύτης γίνεσθαι, ἀλλὰ καὶ ἐλαίας... καλεῑται δὲ ὁ ἐξ αὐτής καρπὸς ἐλαιοστάφυλος», Γεωπον.).