συνεζευγμένως

From LSJ
Revision as of 13:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεζευγμένως Medium diacritics: συνεζευγμένως Low diacritics: συνεζευγμένως Capitals: ΣΥΝΕΖΕΥΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: synezeugménōs Transliteration B: synezeugmenōs Transliteration C: synezevgmenos Beta Code: sunezeugme/nws

English (LSJ)

Adv. part. pf. Pass.,

   A by pairs, Sch.Ar.Av.305.

German (Pape)

[Seite 1010] adv. part. perf. pass. von συζεύγνυμι, verbunden, gepaart, Schol. Ar. Av. 305.

Greek (Liddell-Scott)

συνεζευγμένως: Ἐπίρρ. μετ. παθ. πρκμ. τοῦ συζεύγνυμι, κατὰ ζεύγη, «ζευγαρωτά», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 305.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά ζεύγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεζευγμένος του συζευγνύω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά ζεύγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεζευγμένος του συζευγνύω + επιρρμ. κατάλ. -ως].