νυκτῆμαρ
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
English (LSJ)
Adv.
A day and night, PLond.3.981.12 (iv A.D.).
Greek Monolingual
νυκτῆμαρ (Α)
επίρρ. μέρα και νύκτα, νυχθημερόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἦμαρ.