πρόκουρος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ον,
A shorn in front, S.Eurypyl.Oxy.2081 (b)Fr.3.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει κουρεμένο το πρόσθιο μέρος της κόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κουρος (< κουρά)].