ἄστοιχος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον,
A not in a row, of the grains in an ear of wheat, Thphr. HP8.4.2.
German (Pape)
[Seite 376] nicht in Reihen geordnet, πυρός, nach der Aehre so genannt, Theophr.
Spanish (DGE)
-ον
no alineado de los granos de una espiga de trigo, Thphr.HP 8.4.2.
Greek Monolingual
ἄστοιχος, -ον (Α)
αυτός που δεν βρίσκεται σε κανονική σειρά, σε στοίχο.