ἰλάρχης
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
(later written εἰλ-, cf. βειλάρχας), ου, ὁ, (ἴλη)
A commander of a troop of horse, PPetr.3p.8 (iii B.C.), al., Ascl.Tact.7.2, Plu.Tim. 31 (pl.), Arr.An.2.7.3; = Lat. praefectus turmae, Plb.6.25.1, 6.35.8. II commander of eight elephants, Ascl.Tact.9, Ael.Tact.23:— hence ἰλ-αρχέω, Boeot. ϝιλαρχίω, command cavalry, IG7.3087 (Lebad.), 3206 (Orchom.), 2466 (Thebes). II at Rome, to be sevir equitum, D.C.55.10.
German (Pape)
[Seite 1250] ὁ, v. l. von εἰλάρχης.
Greek (Liddell-Scott)
ἰλάρχης: ῑ, ου, ὁ, (ἴλη) ὁ διοικητὴς ἴλης ἱππέων, Λατ. praefectus alae, Πολύβ. 6. 25, 1, κτλ.
Greek Monolingual
ο (Α ἰλάρχης)
νεοελλ.
ο ταγματάρχης ιππικού στον παλαιό στρατό
αρχ.
αρχηγός ίλης ιππέων, ο ίλαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. νομ-άρχης, στρατ-άρχης].
Russian (Dvoretsky)
ἰλάρχης: ου (ῑ) ὁ иларх, начальник илы (конного отряда) Polyb., Plut.