σῆκα
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
Full diacritics: σῆκα | Medium diacritics: σῆκα | Low diacritics: σήκα | Capitals: ΣΗΚΑ |
Transliteration A: sē̂ka | Transliteration B: sēka | Transliteration C: sika | Beta Code: sh=ka |
Adv.
A into the fold (σηκός), a shepherd's call to his flocks, Hsch.
Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.)
(ως προτρεπτική επιφώνηση βοσκού προς το ποίμνιό του) μέσα στη μάντρα, μέσα στον στάβλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα» (πρβλ. σῖγα, σάφα, τάχα)].