ἀπομαίνομαι

From LSJ
Revision as of 15:03, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομαίνομαι Medium diacritics: ἀπομαίνομαι Low diacritics: απομαίνομαι Capitals: ΑΠΟΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: apomaínomai Transliteration B: apomainomai Transliteration C: apomainomai Beta Code: a)pomai/nomai

English (LSJ)

aor. 2 ἀπεμάνην [ᾰ],

   A go mad, Luc.DDeor.12.1.

German (Pape)

[Seite 314] (s. μαίνομαι), ausrasen, zu rasen aufhören, ἀπομανεῖσα Luc. D. D. 12, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομαίνομαι: παθ.: μέλλ. -μανήσομαι: πρκμ. β΄ ἐνεργ. φωνῆς -μέμηνα, κυριεύομαι ὑπὸ μανίας, «τρελλαίνομαι ἀπὸ τὸν θυμόν μου», ὀργίζομαι μέχρι μανίας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1.

French (Bailly abrégé)

devenir tout à fait fou.
Étymologie: ἀπό, μαίνω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo aor. pas.]
1 enloquecer, volverse loco παύσεθ' οὗτος ἀπομανείς Men.Sam.419, ἔνθεος ἥδε ἡ μανίη. κἢν ἀπομανῶσι Aret.SD 1.6.11, ἀπομανεὶς οὖν ἔδωκα ... κόσσον Pall.H.Laus.23.5.
2 recobrar la cordura ἀπομανεῖσα ... ἡ Ῥέα Luc.DDeor.20.1.

Greek Monolingual

ἀπομαίνομαι (Α)
κυριεύομαι από μανία, τρελαίνομαι.

Greek Monotonic

ἀπομαίνομαι: Παθ., εξοργίζομαι εντελώς, κατακυριεύομαι από μανία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομαίνομαι: совсем обезуметь Luc.

Middle Liddell


Pass. to rave, rage to the uttermost, Luc.