ψαλιδοειδής

From LSJ
Revision as of 15:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰλῐδοειδής Medium diacritics: ψαλιδοειδής Low diacritics: ψαλιδοειδής Capitals: ΨΑΛΙΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: psalidoeidḗs Transliteration B: psalidoeidēs Transliteration C: psalidoeidis Beta Code: yalidoeidh/s

English (LSJ)

ές, (

   A ψαλίς 11) like a vault or arch, Ph.Bel.81.35, Gal.UP8.11.

German (Pape)

[Seite 1390] ές, nach Art eines Gewölbes, einem Gewölbe ähnlich, Sp., wie Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰλιδοειδής: -ές, (ψαλλὶς ΙΙ) ὅμοιος πρὸς ἁψῖδα ἢ τόξον, Φίλων Βελοπ. 81.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει σχήμα ψαλιδιού
αρχ.
όμοιος με ψαλίδα, τοξοειδής, αψιδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, -ίδος / ψαλίδι + -ειδής].