ἑπτέτης

From LSJ
Revision as of 15:39, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑπτέτης Medium diacritics: ἑπτέτης Low diacritics: επτέτης Capitals: ΕΠΤΕΤΗΣ
Transliteration A: heptétēs Transliteration B: heptetēs Transliteration C: eptetis Beta Code: e(pte/ths

English (LSJ)

   A = ἑπταετής, seven years old, Chionid.3, Ar.Ra.422 : nom. pl. ἑπτέτεις Pl.Alc.1.121e:—fem. ἑπτ-έτις, ιδος, Ar.Th.480, Luc. Tox.61.

German (Pape)

[Seite 1013] = ἑπταέτης, Ar. Ran. 418; Plat. Alc. I,121 e u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτέτης: ἑπταετής, ἑπτὰ ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, Χιωνίδης ἐν «Ἥρωσιν» 3, Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 418· ὀνομ. πληθ. ἑπτέτεις ἐν Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121Ε· θηλ. ἑπτέτις. ιδος, ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 480, ἐν Λουκ. Τοξ. 61.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui dure sept ans.
Étymologie: ἑπτά, ἔτος.

Greek Monolingual

ἑπτέτης, ὁ, θηλ. ἑπτέτις (Α)
ο επταετής.

Greek Monotonic

ἑπτέτης: = ἑπταετής, εφτάχρονος ως προς την ηλικία, σε Αριστοφ.· ονομ. πληθ., ἑπτέτεις, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτέτης: Arph., Plat. = ἑπταετής.

Middle Liddell

= ἑπταετής
seven years old, Ar.; nom. pl. ἑπτέτεις Plat.