ἱλαρῳδός
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, (ᾠδή)
A singer of joyous (not 'comic') songs, Aristocl.Hist.8:—hence ἱλᾰρ-ῳδέω, Id.7; ἱλᾰρ-ωδία, Aristox.Fr.Hist.58, cf. Ath.14.621c.
German (Pape)
[Seite 1250] ὁ, Dichter u. Sänger lustiger Lieder, Ath. XV, 697 d, vgl. XIV, 621 c.
Greek Monolingual
ἱλαρῳδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά χαρούμενα τραγούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + -ῳδός (< ῳδός, συνηρ. τ. του ἀοιδός «τραγουδιστής»), πρβλ. μελ-ωδός, τραγ-ωδός].