λευκάνθεμον
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
τό,
A white-flower, like χρυσάνθεμον, name of several plants of the genus Anthemis, Dsc.3.137, Plin.HN21.163:— also λευκ-ανθεμίς, ίδος, ἡ, ib.22.53.
German (Pape)
[Seite 33] τό (Weißblume), eine Pflanze, zu den Kamillen gehörig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λευκάνθεμον: τό, λευκὸν ἄνθος, ὡς τὸ χρυσάνθεμον, ὄνομα διαφόρων φυτῶν ἐκ τοῦ γένους τῶν χαμαιμήλων, Διοσκ. 3. 154, Πλιν. Ν. Η. 21. 93· ὡσαύτως λευκανθεμίς, ίδος, ἡ, αὐτόθι 22. 26.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de camomille, plante.
Étymologie: λευκανθής.