λευκόκομος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον,
A white-haired, Poll.4.139.
German (Pape)
[Seite 34] weißhaarig, Poll. 4, 139 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόκομος: -ον, ὁ ἔχων λευκὴν κόμην, Πολυδ. Δ΄, 139· ― -κόμης, ὁ, Τζέτζ. τὰ Μεθ’ Ὅμ. 659.
Greek Monolingual
λευκόκομος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκή κόμη, ασπρομάλλης.