λοξόφθαλμος
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
ον,
A oblique-eyed, Procl.Par.Ptol.204.
Greek (Liddell-Scott)
λοξόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων λοξοὺς ὀφθαλμούς, «ἀλλοίθωρος», Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 204.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λοξόφθαλμος, -ον)
αυτός που έχει λοξά τις κόρες των ματιών, αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντ-όφθαλμος, μον-όφθαλμος)].