καταλλάκτης

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλλάκτης Medium diacritics: καταλλάκτης Low diacritics: καταλλάκτης Capitals: ΚΑΤΑΛΛΑΚΤΗΣ
Transliteration A: katalláktēs Transliteration B: katallaktēs Transliteration C: katallaktis Beta Code: katalla/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A money-changer, EM137.24.    II reconciler, mediator, J.AJ3.15.2, D.C.Fr.72.1 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

καταλλάκτης: -ου, ὁ, ἀργυραμοιβός, κολλυβιστὴς Γραμμ., Βυζαντ. (ἀργυρογνώμων) Μ. Ἐτυμ. ΙΙ. ὁ ἐνεργῶν πρὸς διαλλαγήν, μεσίτης, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 15, 2.

Greek Monolingual

καταλλάκτης, ὁ (AM) καταλλάσσω
1. ο αργυραμοιβός, ο τραπεζίτης
2. ο μεσολαβητής, αυτός που μεσιτεύει για συνδιαλλαγή.