χαλινοποιός
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ὁ,
A bridle-maker, Them.Or.26.329a, Gloss.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
τεχνίτης που κατασκευάζει χαλινάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + -ποιός].