ἀλευρόττησις
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
εως, ἡ, (cf. διαλευροττάω)
A flour-sieve, Poll.6.74, AB 382. II flour sifted, fine flour, Suid.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 cedazo Poll.6.74, AB 382, Hsch.s.u. δίαττος.
2 flor de harina, harina cernida Sud.
Greek Monolingual
ἀλευρόττησις, η (Α)
1. κόσκινο του αλευριού, σήτα, κρησάρα
2. ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, άχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον + (δια-)ττῶ «κοσκινίζω»].