δυσκράτητος

From LSJ
Revision as of 16:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ον</b>" to "ᾰ], ον")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκράτητος Medium diacritics: δυσκράτητος Low diacritics: δυσκράτητος Capitals: ΔΥΣΚΡΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskrátētos Transliteration B: dyskratētos Transliteration C: dyskratitos Beta Code: duskra/thtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A hard to control, τὸ δ. τῆς ἐπιβολῆς D.S.3.3; ungovernable, ill-disciplined, J.AJ19.4.1; γηρῶντι ἤδη δ. εἶναι (sc. τὴν ἀρχήν) App.Syr. 61.

German (Pape)

[Seite 683] schwer zu besiegen, D. Sic. 3, 3.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκράτητος: [ᾰ], -ον, δυσκατανίκητος, δυσκατάβλητος, Διόδ. 3. 3.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 difícil de gobernar (τὴν ἀρχήν) γηρῶντι ἤδη δυσκράτητον εἶναι App.Syr.61
incontrolable, indisciplinado ἀνθρώπων πλῆθος I.AI 19.243
difícil de tratar de la enfermedad, Archig. en Orib.44.23.4
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de contrarrestar μὴ καταπολεμῆσαι διὰ ... τὸ δ. τῆς ἐπιβολῆς D.S.3.3.
2 inabarcable τῶν ἐγκωμίων ... ὁ λόγος Hymn.Is.21 (Maronea).

Greek Monolingual

δυσκράτητος, -ον (Α)
1. δυσκολονίκητος
2. δυσκολοκυβέρνητος
3. αυτός που δύσκολα υπομένει την εξουσία κάποιου.

Russian (Dvoretsky)

δυσκράτητος: с трудом управляемый, которым трудно овладеть: τὸ δυσκράτητον τῆς ἐπιβολῆς Diod. неосуществимость замысла.