ἔξαρθρος

From LSJ
Revision as of 16:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξαρθρος Medium diacritics: ἔξαρθρος Low diacritics: έξαρθρος Capitals: ΕΞΑΡΘΡΟΣ
Transliteration A: éxarthros Transliteration B: exarthros Transliteration C: eksarthros Beta Code: e)/carqros

English (LSJ)

ον, (ἄρθρον)

   A dislocated, LXX 4 Ma.9.13, Gal.6.10; τοῦ σκέλους ἔξαρθρος γενέσθαι J.AJ3.11.6.    II with distorted, clumsy joints, Hp.Art. 10; loose-jointed, Gal.1.178.

German (Pape)

[Seite 872] 1) ausgerenkt, Sp. – 2) mit herausstehenden Gliedern, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξαρθρος: -ον, (ἄρθρον) ἐξηρθρωμένος, τοῦ δεξιοῦ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι, παθεῖν ἐξάρθρωσιν κατὰ τὸ δεξιὸν σκέλος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 11, 6. ΙΙ. ὁ ἔχων τὰς ἀρθρώσεις προεχούσας καὶ κακῶς ἐσχηματισμένας, ἄλλοι γὰρ ἄλλων μᾶλλον ἔξαρθροι πεφύκασι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 787. 6· πρβλ. ἐξόφθαλμος. - Κατὰ Σουΐδ. «ἔξαρθρος· ἐκμελής, ἐξωστεϊσμένος».

Spanish (DGE)

-ον
I medic.
1 que padece una dislocación o luxación διὰ νόσον χρονίαν ἔξαρθροί τινες γίνονται Asclep. en Orib.47.12 (tít.), c. gen. τοῦ δεξιοῦ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι llegar a sufrir una luxación de la pierna derecha I.AI 3.271
de huesos y articulaciones dislocado ἄρθρα ἔξαρθρα Aret.SD 1.8.7, ἐξάρθρους γίνεσθαι (δακτύλους) Gal.3.124, οἶον ἔξαρθρόν μου ἐὰν γένηται μῆλος Origenes Hom.14.18 in Ier., τῶν ὀστέων ... οἱονεὶ ἐξάρθρων Basil.M.29.384C
de cuerpos inertes desarticulado, descoyuntado ὁ εὐγενὴς νεανίας ἔ. ἐγίνετο LXX 4Ma.9.13, τετραήμερος νεκρὸς πάντοθεν ἔ. Amph.Or.3.35.
2 anat. que tiene articulaciones muy sueltas y que sobresalen, de articulaciones prominentes ἄλλοι γὰρ ἄλλων μᾶλλον ἔξαρθροι πεφύκασιν Hp.Art.10, cf. Gal.18(1).370, 395.
II subst. τὸ ἔ.
1 medic. miembro dislocado, dislocación, luxación τὰ ἐκ γενεῆς ἔξαρθρα dislocaciones congénitas Hp.Mochl.40, cf. 23, ἔξαρθρόν τι ποιεῖν causar alguna dislocación Gal.6.10, ἀποκατάστασιν ποιῆσαι τοῦ ἐξάρθρου Origenes Hom.14 in Ier.15.18.
2 gram. punto de articulación de dos κῶλα o miembros, A.D.Pron.5.16.

Greek Monolingual

ἔξαρθρος, -ον (Α)
1. εξαρθρωμένος, αυτός που έπαθε λύση της άρθρωσης, μετατόπιση του άρθρου, του οστού, εξάρθρωση («τοῡ δεξιοῡ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι», Ιώσ.)
2. αυτός που έχει εξέχοντα τα άρθρα, κακώς σχηματισμένες τις αρθρώσεις («ἄλλοι γὰρ ἄλλων μᾱλλον ἔξαρθροι πεφύκασι», Ιπποκρ.)
3. αυτός που ακρωτηριάστηκε, που του κόπηκαν τα άρθρα, τα μέλη του σώματος.